- ἀνήλειπτος
- ἀνήλειπτοςunanointedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανήλειπτος — ἀνήλειπτος και ἀνήλειφος, ον (Α) [αλείφω] 1. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρο μετά το λουτρό 2. αυτός που δεν πλύθηκε, ο ακάθαρτος … Dictionary of Greek
ἀνήλειπτον — ἀνήλειπτος unanointed masc/fem acc sg ἀνήλειπτος unanointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλειπτα — ἀνήλειπτος unanointed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλειπτοι — ἀνήλειπτος unanointed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)